κατιούμαι

κατιούμαι
κατιοῡμαι, -όομαι (Α)
1. σκουριάζω («ὑφ' ἧς κατιοῡται καὶ χαλκὸς καὶ ἄργυρος», Στράβ.)
2. ρυπαίνομαι («ἀπὸ χρυσῆς τε βασιλείας ἐς σιδηρᾱν καὶ κατιωμένην... καταπεσούσης τῆς ἱστορίας», Δίων Κάσσ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἰοῦμαι «σκουριάζω» (< ἰός
«σκουριά, ιδίως επί σιδήρου και χαλκού»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”